Sunday, September 9, 2007

Dans Paris

Κριτική:Φαίδρα Βόκαλη
Μια ταινία που φέρει στον τίτλο της το όνομα της πιο τραγουδισμένης ευρωπαϊκής μητρόπολης έχει a priori ένα πλεονέκτημα: τη δεδομένη συμπάθεια των εραστών της Πόλης του Φωτός και της Nouvelle Vague, που αδημονούν να δουν στην οθόνη ένα από τα πρόσωπα του Παρισιού. Οι προσδοκίες που δημιουργεί ωστόσο η αναγγελία του τίτλου πρέπει να εκπληρωθούν ικανοποιητικά, ειδάλλως το όλο εγχείρημα φαίνεται ύποπτο κι εύκολα μπορούμε να κατηγορήσουμε το σκηνοθέτη για ευκολία. Στην περίπτωση του Christophe Honore, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα γιατί το Παρίσι αποτελεί μεν το -πολύ catchy- φόντο της ιστορίας αλλά δε μοιάζει να υπαγορεύει τη δράση των πρωταγωνιστών ή έστω να έρχεται σε πρώτο πλάνο, συμπληρώνοντας ή/ και υποκαθιστώντας τους.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Το θέμα της ταινίας συνοψίζεται εξ αρχής στα λόγια του αφηγητή-πρωταγωνιστή (και πάντα υπέροχου Louis Garrel) Jonathan, ο οποίος αναρωτιέται αν τελικά μπορεί κανείς να «πηδήξει από τη γέφυρα» για την αγάπη. Η θεωρητική αυτή απορία θα βρει την ενσάρκωσή της στο πρόσωπο του Paul, μεγαλύτερου αδερφού του Jonathan, που επιστρέφει από την επαρχία στο πατρικό του σπίτι στο Παρίσι και υποφέρει από τις πληγές του έρωτα. Ο Honore προσπαθεί να χωρέσει μέσα σε 24 ώρες την ιστορία ενός έρωτα και την ιστορία μιας οικογένειας και το εντυπωσιακό είναι ότι τα καταφέρνει! Με θραύσματα παρελθόντος και παρόντος, μονταρισμένα με μια διάθεση παιχνιδιάρικη, γινόμαστε μάρτυρες ενός έρωτα απόλυτου ενώ παράλληλα κρυφοκοιτάζουμε τις ζωές μιας τυπικής παρισινής οικογένειας μικροαστών, στο διαμέρισμά τους αλλά και στους δρόμους της πόλης. Ο χαρακτήρας του Jonathan - τόσο ως φανερού αφηγητή όσο και ως πρωταγωνιστή της ιστορίας- χαρίζει στο φιλμ μια ατμόσφαιρα ελαφριά αλλά όχι κωμική. Ο μικρός αδερφός σκιαγραφείται στα όρια της καρικατούρας αλλά ποτέ δεν ξεπερνά τη γραμμή μεταξύ παριζιάνικης νοοτροπίας και γραφικότητας. Είναι αυτός που εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο το Παρίσι στην ταινία, καθώς το διασχίζει σε ένα μικρό 'προσκύνημα' για χάρη του αδερφού του. Ο Honore όμως δεν αμελεί και τους υπόλοιπους χαρακτήρες: ο καταθλιπτικός Paul, ο απογοητευμένος πατέρας, η ερωτευμένη φιλενάδα γεμίζουν τη μεγάλη οθόνη με χαρακτήρες αυθύπαρκτους και ολοκληρωμένους.

Η ολοκλήρωση ωστόσο δεν έρχεται προφορικά αλλά καθαρά οπτικά: Τα παρατεταμένα close-ups στις εκφράσεις και τα σώματα των πρωταγωνιστών και το ασθματικό μοντάζ μας φανερώνουν τους χαρακτήρες. Το δε εύρημα με το τηλεφώνημα-τραγούδι, στο τέλος της ταινίας, μου έφερε στο μυαλό τη σκηνή του αποχωρισμού στις «Ομπρέλες του Σέρμπουργκ», του Jacques Demy, με τις τραγουδιστές ερωταποκρίσεις και ομολογώ ότι συγκινήθηκα πολύ. Επιστρέφοντας όμως στο αρχικό ερώτημα, σχετικά με την ευκολία στην οποία πιθανόν υποπίπτει ο σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας τον συγκεκριμένο τίτλο, αναθεωρώ ως προς το εξής: Ο Honore κινηματογραφεί την πόλη με τρυφερότητα και σπιρτάδα κι εκπληρώνει, ως ένα βαθμό έστω, τις προσδοκίες. Ωστόσο, οι ήρωές του θα μπορούσαν να ζουν και στη Νέα Υόρκη ή τη Βαρκελώνη και από αυτή την άποψη βρίσκω τον τίτλο ελαφρώς παραπλανητικό. Τον συγχωρούμε, όμως, γιατί έφτιαξε μια καλή ταινία και πέραν τις ευκολίας του τίτλου, δεν ενέδωσε σε άλλες.